1. H ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΣΗΜΕΡΑ
Η ελληνική οικονομία βρίσκεται ήδη σε 7 χρόνια συνεχούς ύφεσης και συνακόλουθης αποδιάρθρωσης του ελληνικού παραγωγικού συστήματος που έχουν οδηγήσει σε μείωση του ΑΕΠ κατά περίπου 25% και ποσοστά ανεργίας που κυμαίνονται στο 25%.
Μέρος της ερμηνείας αυτής της εικόνας έχει αποδοθεί στις αδυναμίες του μοντέλου ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας το οποίο στηρίζονταν υπερβολικά στην κατανάλωση και στις χαμηλότοκες τραπεζικές πιστώσεις, ιδίως από τράπεζες του εξωτερικού μετά την είσοδο μας στο ευρώ· το μοντέλο αυτό οδήγησε στην υπερχρέωση της χώρας, αλλά και στην υποβάθμιση της σημασίας των παραγωγικών επενδύσεων.
Τα τελευταία 6 χρόνια υπήρξε μια τεράστιας κλίμακας αποεπένδυση. Προκειμένου να υπάρξει επαναφορά του επιπέδου του παγίου κεφαλαίου της ιδιωτικής οικονομίας στα επίπεδα του 2009, εκτιμούμε ότι οι κεφαλαιακές ανάγκες ανέρχονται σε 80-100 δισ. ¤. Το απαιτούμενο αυτό κεφάλαιο είναι πολλαπλάσιο των πόρων του Δημοσίου. Είναι λοιπόν απαραίτητο να διασφαλίσουμε ότι τα επόμενα χρόνια θα πραγματοποιηθεί ένας πολύ σημαντικός αριθμός ιδιωτικών επενδύσεων (από την Ελλάδα και το εξωτερικό), ώστε να καταστεί εφικτή η αντιστροφή της τάσης αποεπένδυσης. Η χώρα μας οφείλει τα επόμενα χρόνια να κάνει ένα επενδυτικό και αναπτυξιακό άλμα, δημιουργώντας απασχόληση, προκειμένου να βρεθεί σε τροχιά ανάπτυξης. Τα χρονικά περιθώρια είναι πλέον ασφυκτικά και θα πρέπει να γίνουν πολλά σε πολύ σύντομο χρόνο.
Η ελληνική οικονομία εμφανίζει μια σειρά από προβληματικά στοιχεία όπως: α) το μικρό μέγεθος των επιχειρήσεων, β) η ιδιαίτερα χαμηλή εξωστρέφεια, γ) οι περιορισμένες επιδόσεις στην καινοτομία και δ) ο έντονος δυϊσμός των ελληνικών επιχειρήσεων. Επίσης, ο προβληματικός ρόλος του κράτους, η χαμηλή ροπή προς την επιχειρηματικότητα, ιδιαίτερα προς την επιχειρηματικότητα αξιοποίησης ευκαιριών και όχι την επιχειρηματικότητα ανάγκης. Σε αυτά προστίθεται η δυσκολία συνεργασίας (κοινωνία χαμηλής εμπιστοσύνης - low trust society). Ενώ η σημερινή συγκυρία επιβαρύνεται από τα capital controls, έλλειψη ρευστότητας, αδυναμία επίτευξης έστω και μιας ελάχιστης πολιτικής συναίνεσης κλπ.
Όμως η χώρα έχει και ισχυρά σημεία και αναφέρω το ότι είναι μέλος της ΕΕ, τη γεωγραφική της θέση, το ότι είναι κράτος δικαίου, μέλος διεθνών οργανισμών, έχει εξαιρετικές κλιματικές συνθήκες, ποιότητα ζωής και διαθέσιμες υποδομές. Το μεγαλύτερο όμως συγκριτικό πλεονέκτημα είναι το υψηλής ποιότητας ανθρώπινο κεφάλαιο που την κατατάσσει στις υψηλότερες θέσεις των σχετικών διεθνών ιεραρχιών (Global Competitiveness Report του 2015, 4η στο κριτήριο της «διαθεσιμότητας επιστημόνων και μηχανικών»). Όλα αυτά τα χαρακτηριστικά θα μπορούσαν να θεωρηθούν ικανά να προσελκύσουν επιχειρήσεις που απασχολούν υψηλής ποιότητας ανθρώπινο δυναμικό από το εξωτερικό.
Η χώρα βρίσκεται μπροστά σε ένα ιδιαίτερα κρίσιμο δίλημμα πολιτικής. Το παραγωγικό μοντέλο της χώρας έφτασε στα όριά του. Εδώ και πολλά χρόνια υφίσταται μια «διπλή πίεση», δηλαδή δεν μπορεί να ανταγωνιστεί ούτε τις χώρες χαμηλού κόστους ούτε τις χώρες που παράγουν προϊόντα ποιότητας με ενσωματωμένη γνώση. Οι κυβερνήσεις κρατούσαν μια αμφίσημη στάση. Με τα μνημόνια φαίνεται να υιοθετείται μια πολιτική μείωσης κόστους: ακριβώς προς τη λάθος κατεύθυνση.
1) Δεν μπορούμε να ανταγωνιστούμε (ευτυχώς) τις χώρες χαμηλού κόστους. Οι διαφορές στις αμοιβές είναι τεράστιες. 2) Δεν θέλουμε γιατί: - η αμοιβή εργασίας είναι πολύ μικρή στη συνολική αξία του προϊόντος - δεν φέρνει επενδύσεις: οι αναπτυσσόμενες χώρες διαθέτουν το 25% παγκόσμιων αποθεμάτων εισροών από ξένες άμεσες επενδύσεις ενώ συνιστούν το 70% των χωρών.
Δεν μπορούμε και δεν θέλουμε να ανταγωνιστούμε στη βάση του χαμηλού κόστους εργασίας ή/και των χαμηλών φορολογικών συντελεστών. Χρειάζονται γενναία βήματα, που θα επιτρέψουν στη χώρα να μετακινηθεί στην αλυσίδα παραγωγής της αξίας, να παράγει πιο σύνθετα προϊόντα και υπηρεσίες και να εξασφαλίσει καλύτερη θέση στο Διεθνή Καταμερισμό Εργασίας.
Στο διεθνές οικονομικό τοπίο η τελευταία 20ετία χαρακτηρίζεται από σημαντικές ανακατατάξεις με αποτέλεσμα έναν ταχύτατα μεταβαλλόμενο διεθνή καταμερισμό της εργασίας (ΔΚΕ). Στην καρδιά αυτού του νέου ΔΚΕ βρίσκεται η αυξανόμενη βιομηχανική παραγωγή στις χώρες του αναπτυσσόμενου κόσμου που αντανακλάται στην εντεινόμενη ανταγωνιστική πίεση και τις τάσεις αποβιομηχάνισης των αναπτυγμένων χωρών. Tο μερίδιο των αναπτυσσόμενων χωρών επί της παγκόσμιας προστιθέμενης αξίας στην μεταποίηση αυξήθηκε από 27% το 2000 σε 50% το 2014 (UNCTADstat).
Στο πλαίσιο του μεταβαλλόμενου αυτού περιβάλλοντος η ΕΕ κατέστρωσε ένα ευρύτερο πλαίσιο στρατηγικής για την επόμενη δεκαετία, γνωστό ως «Ευρώπη 2020» προτάσσοντας 3 συμπληρωματικές προτεραιότητες: - Έξυπνη ανάπτυξη, που θα βασίζεται στη γνώση και την καινοτομία. - Διατηρήσιμη ανάπτυξη που θα προωθεί πιο αποδοτική χρήση των πόρων, πιο πράσινη και πιο ανταγωνιστική οικονομία. - Ανάπτυξη χωρίς αποκλεισμούς, με υψηλή απασχόληση, κοινωνική και εδαφική συνοχή. Παράλληλα, αναδείχθηκε η ανάγκη επανεκβιομηχάνισης της Ευρώπης, η οποία φθίνει σε σχέση με αυτή των βασικών της ανταγωνιστών, δηλ. των ΗΠΑ και της Ν.Α. Ασίας.
2. O ΝΕΟΣ ΑΝΑΠΤΥΞΙΑΚΟΣ ΝΟΜΟΣ
Ο Αναπτυξιακός νόμος παρόλο ότι αναμφίβολα αποτελεί ένα νομοθέτημα κεντρικής σημασίας για την αναπτυξιακή πορεία της χώρας, από μόνος του δεν μπορεί να ανατρέψει την υφεσιακή δυναμική και δεν μπορεί να αναδιατάξει την παραγωγική δομή της. Όμως μπορεί να σηματοδοτήσει τις επιθυμητές εξελίξεις και να δώσει μια αρκετά σημαντική ώθηση προς αυτές, να λειτουργήσει κατά κάποιο τρόπο τροχειοδικτικά.
Ο νέος Αναπτυξιακός δίνει ένα σαφές στίγμα της κατεύθυνσης που θέλουμε να κινηθούμε και αποτελεί κρίσιμο εργαλείο επίτευξης του αναπτυξιακού σχεδιασμού της χώρας. Για την έξοδο από την κρίση αλλά και τη σκιαγράφηση ενός βιώσιμου ανταγωνιστικού και κοινωνικά δίκαιου μοντέλου ανάπτυξης. Είναι πλήρως εναρμονισμένος με το Σχέδιο Στρατηγικής Ανασυγκρότησης της χώρας (Growth Strategy) που ολοκληρώνεται αυτή την περίοδο.
Επιδιώκει τη δημιουργία καινοτομικών, εξωστρεφών, δυναμικών επιχειρήσεων, την αύξηση της απασχόλησης, με έμφαση στο εκπαιδευμένο ανθρώπινο δυναμικό, την αύξηση της προστιθέμενης αξίας, των συνεργασιών, του μέσου μεγέθους των επιχειρήσεων και τέλος την συνολική επανεκβιομηχάνιση της χώρας (στόχος και της ΕΕ στη στρατηγική 2020).
Συνολικότερα στοχεύει στην αναδιάρθρωση της ελληνικής οικονομίας για έξοδο από την κρίση, δίνοντας έμφαση σε τομείς που συμβάλλουν στην τεχνολογική αναβάθμιση της χώρας και στη βελτίωση της ανταγωνιστικότητάς της, σε τομείς υψηλής προστιθέμενης αξίας και έντασης γνώσης αξιοποιώντας την αξιόλογη θέση της χώρας στην παραγωγή ερευνητικών αποτελεσμάτων και την ύπαρξη αξιόλογου επιστημονικού δυναμικού. Με αυτόν τον τρόπο στοχεύουμε η χώρα μας να κατακτήσει έναν καλύτερο ρόλο στον Διεθνή Καταμερισμό Εργασίας.
Για να σηματοδοτήσουμε αυτή τη στροφή ενισχύουμε ιδιαίτερα δυο κλάδους: της Τεχνολογίας Πληροφορικής και Επικοινωνιών και της Αγροδιατροφικής αλυσίδας (από το χωράφι έως τον τουρισμό).
Οι 3 κεντρικοί πυλώνες του νέου Αναπτυξιακού και συνάμα του αναπτυξιακού προτύπου της χώρας, είναι:
1) Η σταδιακή μετατόπιση των προτεραιοτήτων από την παραγωγή προϊόντων και υπηρεσιών χαμηλής προστιθέμενης αξίας και χαμηλής έντασης γνώσης προς μια νέα κατεύθυνση η οποία χωρίς να αγνοεί τα συγκριτικά και ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα της χώρας θα επενδύσει στην ανακάλυψη νέων πηγών αξίας και ανταγωνιστικού πλεονεκτήματος και στη δόμηση νέου ανταγωνιστικού πλεονεκτήματος. Τα βασικά χαρακτηριστικά της νέας αυτής κατεύθυνσης θα είναι: - Η προσπάθεια επανεκβιομηχάνισης της χώρας. - Η στροφή σε διεθνώς εμπορεύσιμες υπηρεσίες υψηλότερης προστιθέμενης αξίας. - Η αύξηση του τεχνολογικού περιεχομένου προϊόντων και υπηρεσιών, αλλά και καινοτόμων διαδικασιών.
2) Η ενδυνάμωση της εξωστρέφειας των ελληνικών επιχειρήσεων.
3) Η στήριξη του εγχώριου παραγωγικού δυναμικού, σε αντιδιαστολή με τη μέχρι σήμερα ασκούμενη πολιτική που οδήγησε στη θεμελίωση της μεγέθυνσης της χώρας στην εισαγόμενη καταναλωτική ζήτηση.
3. ΚΑΙΝΟΤΟΜΙΕΣ ΤΟΥ ΝΕΟΥ ΑΝΑΠΤΥΞΙΑΚΟΥ
Ο νέος Αναπτυξιακός επιχειρεί να διορθώσει μια σειρά παθογενειών των παλαιότερων νόμων μέσω μιας σειράς καινοτομιών:
1. Δεν είναι ένας γενικός νόμος που απευθύνεται αδιαφοροποίητα σε όλους αλλά «απαντά» σε συγκεκριμένα προβλήματα: α) είτε μέσω σαφούς προτεραιοποίησης κατηγοριών επιχειρήσεων (π.χ. μικρό μέγεθος επιχειρήσεων + δεν συνεργάζονται: ενισχύονται συγχωνεύσεις, Επιχειρηματικές συστάδες (clusters), ολοκληρωμένα χωρικά σχέδια – τοπικές αλυσίδες αξίας). β) μέσω καθιέρωσης συγκεκριμένων καθεστώτων, εξειδικεύεται σε επιμέρους οκτώ καθεστώτα ενίσχυσης, διαφορετικής το καθένα στόχευσης.
2. H ενίσχυση γίνεται πρωτίστως με φοροαπαλλαγές (45% συνόλου ενισχύσεων – πλησιάζουμε τον μ.ό. της ΕΕ 54%), καθώς μέσω αυτών ενισχύουμε πλέον και κυρίως την απόδοση και όχι όπως ίσχυε μέχρι σήμερα, την ύπαρξη δαπανών ανεξαρτήτως τελικού αποτελέσματος (95% ήταν επιχορηγήσεις). Προκειμένου οι ενισχύσεις που παρέχονται με το κίνητρο της φοροαπαλλαγής (100%) να είναι ισοδύναμες με τις ενισχύσεις της επιχορήγησης. τα ποσά των επιχορηγήσεων ορίζονται στο 70% (με βάση υπολογισμού τη σύγκριση της καθαρής παρούσας αξίας των δύο ειδών ενισχύσεων υπολογιζόμενης με προεξοφλητικό επιτόκιο, το επιτόκιο του 10ετούς ομολόγου του Ελληνικού Δημοσίου).
3. Στους προηγούμενους νόμους ελάχιστες επιχειρήσεις απορρόφησαν σημαντικό ποσοστό των διαθέσιμων ενισχύσεων. (6 όμιλοι -5 στην ενέργεια 1 τουρισμό-, πήραν 1 δισ., 8,1% των συνολικών ενισχύσεων 95 όμιλοι πήραν 3 δισ. 25,4% των συνολικών ενισχύσεων). Στον τρέχοντα νόμο τίθενται πλαφόν στα ύψη των ενισχύσεων που μπορεί να λάβουν τα μεμονωμένα επενδυτικά σχέδια ( 4. Ειδικές Κατηγορίες Ενίσχυσης: α) με βάση την επίδοση: εξωστρέφεια, καινοτομία συγχωνεύσεις, αύξηση απασχόλησης, 2 κλάδους (ΤΠΕ – Αγροτοδιατροφικό σύμπλεγμα), υψηλή προστιθέμενη αξία, β) με βάση την περιοχή: Μείωση πληθυσμού, νησιωτικές, ορεινές, παραμεθόριες περιοχές και περιοχές αυξημένου μεταναστευτικού φόρτου, οργανωμένους υποδοχείς και τέλος τα 9 νησιά με ιδιαίτερα αυξημένες μεταναστευτικές ροές. Με αυτόν τον τρόπο στον νέο αναπτυξιακό υπάρχει άμεση διασύνδεση ανάμεσα στον στόχο και στα μέτρα που υιοθετούνται για την υλοποίησή του.
5. Δίνει ιδιαίτερη έμφαση στη μείωση των περιφερειακών ανισοτήτων (ζήτημα που έχει βγει από την πολιτική ατζέντα τα τελευταία χρόνια) και κυρίως την υποβοήθηση της ανταγωνιστικότητας των παραμεθόριων περιοχών. Στήριξη περιοχών με μειωμένη αναπτυξιακή δυναμική, είτε λόγω μειονεκτικών γεωγραφικών συνθηκών (ορεινές, μικρές νησιωτικές κτλ.), είτε λόγω συγκυριών γειτνίασης με χώρες που παρέχουν ιδιαίτερα χαμηλούς φορολογικούς, ασφαλιστικούς κτλ. συντελεστές, επομένως η βελτίωση της γεωγραφικής και κοινωνικής συνοχής της χώρας.
6. Χρησιμοποιεί νέα χρηματοδοτικά εργαλεία (Funds), Με στόχο α) την επίτευξη μόχλευσης των δημοσίων πιστώσεων, β) την ενίσχυση επενδύσεων με χρήση και μηχανισμών της αγοράς, γεγονός που επιτρέπει την επενδυτική κάλυψη τομέων της αγοράς που δύσκολα είναι προσβάσιμες μέσω των συνήθων διαδικασιών του νόμου, γ) την επιστροφή των δημοσίων πιστώσεων σε βάθος 10ετίας.
7. Εισάγει διαδικασίες αξιολόγησης των συνεπειών του νόμου τόσο κατά τη διάρκεια εφαρμογής του (on going) όσο και εκ των υστέρων (ex post). Όλη η διαδικασία θα γίνεται μέσα από το πληροφοριακό σύστημα.
8. Απλοποίηση των διαδικασιών με παράλληλη αύξηση διαφάνειας Με στόχο: την μείωση της γραφειοκρατίας, την ταχύτερη εξυπηρέτηση των επενδυτών, την πληρέστερη εξασφάλιση του δημόσιου συμφέροντος και την ανάκτηση εμπιστοσύνης της επιχειρηματικής κοινότητας στο σχεδιασμό και υλοποίηση επενδυτικής πολιτικής.
9. Στοχεύει στην ενθάρρυνση επενδύσεων και από το εξωτερικό γιΆ αυτό μαζί καταθέσαμε και τροπολογίες δυο νόμων: α) για τις ενδοομιλικές υπηρεσίες, β) για τις επενδύσεις από μετανάστες ώστε να πάρουν άδεια παραμονής. ¶μεσα, θα προχωρήσουμε σε αλλαγές της νομοθεσίας για τις «Στρατηγικές Επενδύεις» (fast track) / ¶μεσες Ξένες Επενδύσεις.
4. ΚΑΤΑΛΗΚΤΙΚΟ ΣΧΟΛΙΟ
Σήμερα εξακολουθούν να υπάρχουν, λόγω υπερδεσμεύσεων, πολλά επενδυτικά σχέδια (6.300) για τα οποία το ελληνικό κράτος οφείλει μεγάλα χρηματικά ποσά (6,4 δισ.). Για να είναι απολύτως κατανοητό το μέγεθος του ζητήματος αναφέρω ότι για τους 2 προηγούμενους νόμους θα διατεθούν 2,5 δισ., ενώ για τον νέο νόμο 1,1 δισ.
Αν οι αιτήσεις ξεπερνούν σημαντικά τις προβλέψεις μας για επενδύσεις, είμαστε έτοιμοι αφενός μεν να διαπραγματευτούμε με όποιους χρειάζεται για την αύξηση των διατιθέμενων ποσών, και αφετέρου εμείς οι ίδιοι να προβούμε σε εκείνες τις εσωτερικές μετακινήσεις πόρων στο ΠΔΕ, στο ΕΣΠΑ κτλ. ώστε να εξυπηρετηθεί η αυξημένη ζήτηση.
Κλείνω με μια τελευταία και για μένα ιδιαίτερα σημαντική επισήμανση: Ο Αναπτυξιακός νόμος αποτελεί ένα σοβαρό νομοθέτημα, καθώς δομικά επηρεάζει αρκετά την ελληνική οικονομία (παρόλο που ασφαλώς υπάρχουν προβλήματα: καθυστέρηση, διαθέσιμοι πόροι, κλπ), ενώ συντελεί στο σχηματισμό παγίου κεφαλαίου (10% άμεσα και έμμεσα 15-20%) και ενισχύει την απασχόληση 32.000 άμεσα (16.000 από νέο + 16.000 από 2 παλιούς) + > 250.000 έμμεσα.
- Συγκεκριμένα θα δοθεί μέσω των 3 Αναπτυξιακών νόμων ενίσχυση ύψους 3,6 δισ. ενώ δόθηκε ήδη στους 2 παλιούς νόμους ενίσχυση 1 δισ. Δηλαδή συνολική ενίσχυση 4,6 δισ. - Η ενίσχυση αυτή αντιστοιχεί σε επενδύσεις που θα πραγματοποιηθούν ύψους 4,6 Χ 3 = 13 δισ. - Λόγω του πολλαπλασιαστή (1,7) από τις επενδύσεις θα προκύψει αύξηση του ΑΕΠ 22 δισ. = 13 Χ 1,7 δισ. - Στο διάστημα 2008-15: υπήρξε μείωση του ΑΕΠ 70 δισ. (από 242 σε 176 δισ.) και της απασχόλησης 1 εκ. - Η αύξηση του ΑΕΠ που θα προκαλέσουν οι επενδύσεις των 22 δισ. αντιστοιχεί στο 1/3 της μείωσης του ΑΕΠ και θα προκαλέσει και αντίστοιχη 1/3= 300.000 μείωση της ανεργίας. Εκτιμούμε πως η μείωση της ανεργίας θα είναι αρκετά χαμηλότερη (γύρω στις 250.000 με δεδομένο ότι η ανάπτυξη στην προηγούμενη περίοδο είχε στηριχθεί σε επενδύσεις έντασης εργασίας (κατασκευές, εμπόριο κλπ).
Υπήρξε συνειδητά εξ αρχής μια ουσιωδώς διαφορετική προσέγγιση στη διαδικασία σχεδιασμού και σύνταξης του συγκεκριμένου αναπτυξιακού νόμου, ήτοι ανοιχτή και ουσιαστική διαβούλευση επί μήνες με όλους τους κοινωνικούς και-παραγωγικούς εταίρους. Η διαβούλευση αυτή δεν έγινε ούτε για τυπικούς λόγους ούτε για να λέμε ότι ακολουθήσαμε μια «δημοκρατική» διαδικασία. Υιοθετήθηκε αυτή η διαδικασία προκειμένου να συνταχθεί ένα αναπτυξιακό νομοθέτημα στο οποίο όλοι, άλλος περισσότερο άλλος λιγότερο, θα αναγνωρίζουν την προσωπική τους συμβολή στη διαμόρφωσή του, θα το θεωρούν στον ένα ή τον άλλο βαθμό ως δικό τους, ως το νόμο που προσπαθεί να απαντήσει στις ανάγκες τους, και επομένως ένα νόμο που θα τον εμπιστευτούν, θα θελήσουν να τον στηρίξουν και εν τέλει να τον αξιοποιήσουν πραγματοποιώντας επενδύσεις.
Δυστυχώς, και εδώ εστιάζει η καταληκτική μου επισήμανση, ο νέος Αναπτυξιακός δεν αντιμετωπίστηκε με τη δέουσα πολιτική δεκτικότητα που επιβάλλουν πλέον οι δημοσιονομικές περιστάσεις, αλλά και αυτοτελώς η σημασία του. Και ενώ μέχρι και το στάδιο της κατάθεσής του στη Βουλή, τα πολιτικά μηνύματα που λαμβάναμε ήταν εν γένει θετικά, κατά τη φάση της επεξεργασίας του στη Βουλή η συζήτηση εντός και εκτός Βουλής αναλώθηκε σε μεγάλο βαθμό σε κάποια υπαρκτά αλλά ήσσονος σημασίας ζητήματα, σε ένα πλαίσιο που πολύ λίγο συνέβαλε σε ένα ουσιαστικό διάλογο για τη βελτίωση των ρυθμίσεων και την ανάδειξη του υπερκομματικού βεληνεκούς του νομοθετήματος.
Πιστεύω ότι αδικούμε την χώρα και τους εαυτούς μας όταν από τη θέση ευθύνης του ο καθένας δεν συμβάλλει στην ουσιαστική βελτίωση και αξιοποίηση του εκάστοτε αναπτυξιακού νόμου, αλλά προτιμά να τον υπερβαίνουν οι περιστάσεις εμμένοντας στην άσκηση άγονης κριτικής. Είναι κοινά αποδεκτό ότι προ πολλού έχει έλθει η ώρα για μεγάλες τομές και δομικές αλλαγές που θα συμβάλλουν καθοριστικά στη μεταστροφή του επενδυτικού κλίματος στη χώρα. Η μεταστροφή όμως αυτή για να επέλθει απαιτεί κοινά μέτωπα, συντονισμένες προσπάθειες και γόνιμες πολιτικές συγκλίσεις από τους εκφραστές του δημόσιου λόγου, οι οποίοι πρέπει να αποδεικνύουν στην πράξη ότι αναγνωρίζουν την ιστορικότητα της συγκυρίας αλλά και του ρόλου τους αρθρώνοντας μεστό πολιτικό λόγο και ενισχύοντας τις προσπάθειες εθνικής σημασίας.
Τώρα που ο Νόμος πρακτικά μπαίνει στην πιο σημαντική του φάση, αυτή της υλοποίησης, αποτελεί δική μου προσδοκία η διασφάλιση της μέγιστης δυνατής πολιτικής στήριξης, ώστε με τη θετική αυτή συμβολή να αποτελέσει ο Αναπτυξιακός Νόμος πόλο έλξης πολλών και σημαντικών επενδύσεων. Καλούμε επίσης όλες τις πολιτικές δυνάμεις και τους κοινωνικούς φορείς να γίνουν «πρέσβεις» της οικονομίας στο εξωτερικό, αναδεικνύοντας τα προτερήματα, τις δυνατότητες και τα δυνητικά οφέλη που προσφέρει σε επίδοξους επενδυτές. Έτσι, ώστε να σηματοδοτηθεί έμπρακτα μια πορεία ανάπτυξης που θα μειώσει την ανεργία και θα επιφέρει ουσιαστικά πολλαπλασιαστικά οφέλη στην ευρύτερη κοινωνία.
|