Μελέτη για τη Χαρτογράφηση της Πολιτιστικής – Δημιουργικής Βιομηχανίας στην Ελλάδα εκπόνησε και δημοσίευσε το Ινστιτούτο Περιφερειακής Ανάπτυξης του Παντείου Πανεπιστημίου προκειμένου να υπάρξει μία σαφής και ολοκληρωμένη εικόνα του συγκεκριμένου κλάδου τόσο σε εθνικό όσο και σε περιφερειακό επίπεδο και να αποτυπωθεί η συμβολή του στην οικονομία, στην απασχόληση, αλλά και ευρύτερα, στην κοινωνία. Η μελέτη, η οποία εκπονήθηκε το διάστημα Σεπτεμβρίου – Δεκεμβρίου 2016 σύμφωνα με τις επίσημες ευρωπαϊκές προδιαγραφές της Eurostat και με τη συνδρομή όλων των εμπλεκόμενων Υπηρεσιών και Εποπτευόμενων Φορέων του Υπουργείου Πολιτισμού και Αθλητισμού, φιλοδοξεί να συνδράμει στην ανάδειξη των αναπτυξιακών δυνατοτήτων του Πολιτισμού και της Δημιουργικότητας, αλλά και στον τεκμηριωμένο σχεδιασμό των πολιτικών εκείνων, που θα στηρίξουν τους σχετικούς κλάδους με στοχευμένες δράσεις, καθώς μέχρι πρόσφατα, σχετικά στοιχεία εμφανίζονταν αποσπασματικά και μόνο σε ειδικές μελέτες.
Στον όρο «Πολιτιστικές και Δημιουργικές Βιομηχανίες» (ΠΔΒ) ή «Κλάδοι Πολιτισμού και Δημιουργικότητας» (ΚΠΔ) περιλαμβάνονται, συνήθως, όλες οι επιχειρήσεις παραγωγής εμπορεύσιμων αγαθών υψηλού αισθητικού ή συμβολικού χαρακτήρα που η χρήση τους αποσκοπεί στον ερεθισμό των βιωματικών αντιδράσεων του καταναλωτή. Το τελικό αγαθό ή υπηρεσία αποτελεί προϊόν πνευματικής ιδιοκτησίας και υπάγεται στη νομοθεσία περί προστασίας των πνευματικών δικαιωμάτων. Ο όρος καλύπτει, δηλαδή, ένα ευρύ και ετερόκλητο φάσμα δραστηριοτήτων (αναπαραστατικές και εικαστικές τέχνες, σχεδιασμός, αρχιτεκτονική, διαφήμιση, εκδόσεις, οπτικοακουστικά μέσα, λογισμικό κ.λπ.) συναφών με το ευρύτερο πεδίο του πολιτισμού. Πιο ειδικά, περιλαμβάνονται οι παρακάτω τομείς: Εκτυπώσεις, Κατασκευές, Χειροτεχνίες (εκτυπώσεις έργων τέχνης, αναπαραγωγή προεγγεγραμμένων μέσων, κατασκευή κοσμημάτων, παιχνιδιών και μουσικών οργάνων), Λιανικό εμπόριο πολιτιστικών αγαθών (κύρια βιβλία και μουσικές εκδόσεις), Εκδόσεις (βιβλίων, εφημερίδων και περιοδικών), Εκδόσεις λογισμικού και προγραμματισμός ηλεκτρονικών συστημάτων, Οπτικοακουστικά (κινηματογράφος, μουσική, φωτογραφία), Τηλεόραση και Ραδιόφωνο, Αρχιτεκτονική, Διαφήμιση, Design, Τέχνες (χορός, θέατρο, εικαστικά), Βιβλιοθήκες και Μουσεία. Τα κύρια σημεία της Μελέτης
Η γενική εικόνα των ΠΔΒ στην Ελλάδα δείχνει ότι παρά τις τεράστιες μειώσεις που υπέστησαν από το 2008 και μετά, το 2014 παρουσιάζουν σημάδια ανάκαμψης για πρώτη φορά μετά από έξι έτη. Εδώ θα πρέπει να σημειώσουμε ότι η αρνητική μεταβολή (2008-2014) των περισσοτέρων μεγεθών είχε μεγαλύτερη ένταση από την αντίστοιχη ύφεση της ελληνικής οικονομίας στο σύνολό της. Δηλαδή, οι ΚΠΔ «βούτηξαν» στην ύφεση με μεγαλύτερη ένταση απ' ό,τι η ελληνική οικονομία. Από την άλλη, φαίνεται ότι και η ανάκαμψη μερικών ΚΠΔ παρατηρείται (τουλάχιστον για το 2014) να είναι αυξημένης έντασης. Τα ανεπίσημα και προσωρινά στοιχεία του ετήσιου δείκτη κύκλου εργασιών (ΕΛΣΤΑΤ, 2016) για το 2015 και το α΄ εξάμηνο του 2016 δείχνουν ότι οι παραπάνω αυξητικές τάσεις θα συνεχιστούν στους κλάδους της έκδοσης λογισμικού, του ειδικευμένου σχεδίου, της αρχιτεκτονικής και των βιβλιοθηκών-μουσείων. Σταθεροποιητικές τάσεις αναμένονται για τους κλάδους της διαφήμισης, των εκτυπώσεων-κατασκευών-χειροτεχνιών, των τεχνών και των οπτικοακουστικών, ενώ φαίνεται πως οι εκδόσεις και ο κλάδος των ραδιοτηλεοπτικών εισέρχονται σε μια ακόμη πτωτική πορεία μικρής έντασης. Ο Πολιτιστικός και Δημιουργικός τομέας στην Ελλάδα απασχολούσε το 2014 110.688 εργαζομένους σε 46.370 επιχειρήσεις, οι οποίες πώλησαν συμβολικά αγαθά και υπηρεσίες της τάξης των 5,3 δισ. ευρώ, με προστιθέμενη αξία για την ελληνική οικονομία περίπου 2,1 δισ. ευρώ, συνεισφέροντας 1,4% στο ΑΕΠ. Αντίστοιχα, στην ΕΕ-28 οι ΚΠΔ συνεισφέρουν στο ευρωπαϊκό ΑΕΠ 2,8% (353 δισ. ευρώ), μέσω 1,7 εκατ. επιχειρήσεων που απασχολούσαν 6,1 εκατ. εργαζομένους για το 2014.
Πρoστιθέμενη αξία: Το 2008, οι ΚΠΔ στην Ελλάδα είχαν προστιθέμενη αξία 4,7 δισ. ευρώ (2,2% του ΑΕΠ), ενώ το 2014 περίπου 2,1 δισ. ευρώ (1,4% του ΑΕΠ). Η ύφεση της προστιθέμενης αξίας των ΚΠΔ στην Ελλάδα από το 2008 έως το 2014 αγγίζει το 55,1%, έχοντας μια μέση ετήσια μείωση της τάξης του 11,9%, ενώ την ίδια χρονική περίοδο στην ΕΕ-28 παρατηρείται αύξηση της προστιθέμενης αξίας σωρευτικά κατά 23,8% ή περίπου 3,7% κατ' έτος. Για το 2014, η Ελλάδα κατατάσσεται 14η στην ΕΕ-28 στην παραγωγή προστιθέμενης αξίας στους ΚΠΔ.
Οι κλάδοι με τη μεγαλύτερη συνεισφορά στην προστιθέμενη αξία είναι οι εκδόσεις (371 εκατ. ευρώ), οι εκδόσεις λογισμικού και προγραμματισμός Η/Υ (297 εκατ. ευρώ), τα οπτικοακουστικά (208 εκατ. ευρώ) και ο κλάδος τηλεόρασης, ραδιοφώνου και επικοινωνίας (203 εκατ. ευρώ). Οι κλάδοι του λογισμικού και του ειδικευμένου σχεδίου (design) φαίνεται πως άντεξαν στην περίοδο της οικονομικής κρίσης, ενώ το 2013/14 αύξησαν την προστιθέμενη αξία τους κατά 16,8% και 27,9% αντίστοιχα. Αλλοι κλάδοι που παρουσίασαν μεγάλες αυξήσεις στην προστιθέμενη αξία την περίοδο 2013/14 είναι τα οπτικοακουστικά (54,8%), οι βιβλιοθήκες και τα μουσεία (16,8%) και η τηλεόραση, το ραδιόφωνο και η επικοινωνία (15,7%).
Ο κλάδος της διαφήμισης και οι κλάδοι οπτικοακουστικών, τηλεόρασης και ραδιοφώνου έχουν τους μεγαλύτερους πολλαπλασιαστές παραγωγής στο σύνολο των κλάδων της ελληνικής οικονομίας. Έτσι, μια αύξηση της τελικής ζήτησης κατά 1 εκατ. ευρώ για τα προϊόντα του κλάδου οπτικοακουστικών, τηλεόρασης και ραδιοφώνου θα αυξήσει τη συνολική παραγωγή στην Ελλάδα κατά 1,4 εκατ. ευρώ, την ακαθάριστη προστιθέμενη αξία κατά 0,8 εκατ. ευρώ, το εισόδημα εργασίας κατά 0,4 εκατ. ευρώ και θα δημιουργήσει 18,5 νέες θέσεις εργασίας στο σύνολο της ελληνικής οικονομίας.
Εργαζόμενοι και Επιχειρήσεις: Η Ελλάδα κατατάσσεται 11η στην απασχόληση και 10η στον αριθμό δημιουργικών επιχειρήσεων στην ΕΕ-28. Οι κλάδοι με τους περισσότερους εργαζομένους για το 2014 είναι η αρχιτεκτονική (21.200 εργαζόμενοι), οι εκδόσεις (16.200), η διαφήμιση (11.300) και οι τέχνες και διασκέδαση (11.200). Στην Ελλάδα εργάζονται, κατά μέσο όρο. 2,4 εργαζόμενοι ανά δημιουργική επιχείρηση, ενώ στην ΕΕ-28 ο μέσος όρος είναι 3,4 (2014). Πάνω από το 71% των δημιουργικών επιχειρήσεων στην Ελλάδα είναι είτε ατομικές είτε επιχειρήσεις που απασχολούν έναν εργαζόμενο, 25,4% απασχολούν δύο με εννέα εργαζομένους, ενώ οι επιχειρήσεις με πάνω από 50 εργαζομένους είναι μόλις 0,6%. Οι ατομικές επιχειρήσεις και οι επιχειρήσεις που έχουν μέχρι 9 εργαζομένους παράγουν 55% της προστιθέμενης αξίας των ΚΠΔ στην Ελλάδα, ενώ αυτές με πάνω από 50 εργαζομένους παράγουν 26% της προστιθέμενης αξίας.
Από το σύνολο των εργαζομένων του πολιτιστικού και δημιουργικού τομέα 57% είναι άνδρες και 43% είναι γυναίκες, με το 65% των εργαζομένων να είναι 30-49 ετών. Όσον αφορά το επίπεδο εκπαίδευσης, 57% των εργαζομένων του πολιτιστικού και δημιουργικού τομέα ήταν απόφοιτοι τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Μάλιστα την περίοδο 2008-2014 οι παραπάνω εργαζόμενοι αυξήθηκαν κατά 23,7% ενώ οι απόφοιτοι πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης μειώθηκαν κατά 73%, γεγονός που καταδεικνύει την αυξανόμενη επαγγελματοποίηση του ευρύτερου πεδίου της δημιουργικής εργασίας και τον βαθμό στον οποίο ενδεχομένως αναδεικνύεται αυτή ως ελκυστικό πεδίο εργασίας σε υψηλά εκπαιδευμένο εργατικό δυναμικό.
Περιφερειακές ανισότητες στην πολιτιστική και δημιουργική παραγωγή: Η κατανομή της πολιτιστικής και δημιουργικής παραγωγής, απασχόλησης και αριθμού επιχειρήσεων στις 13 Περιφέρειες της χώρας αποδεικνύεται ιδιαίτερα άνιση, καθώς η Περιφέρεια Αττικής παράγει το 75,5% της Ακαθάριστης Προστιθέμενης Αξίας (ΑΠΑ) των ΚΠΔ στην Ελλάδα, με το 57,3% των δημιουργικών επιχειρήσεων, οι οποίες απασχολούν το 60,8% των συνολικών εργαζομένων. Αμέσως μετά την Περιφέρεια Αττικής, έρχεται η Περιφέρεια Κεντρικής Μακεδονίας με μερίδιο στην ΑΠΑ 10,1%, 12,2% των εργαζομένων και 13,5% των επιχειρήσεων. Οι υπόλοιπες 11 Περιφέρειες μοιράζονται το 14,3% της ΑΠΑ, 27% των εργαζομένων και 29,1% των επιχειρήσεων. Το μοντέλο κέντρου-περιφέρειας, που είναι εμφανές στους περισσότερους κλάδους οικονομικής δραστηριότητας στην Ελλάδα, φαίνεται ότι αναπαράγεται στις πολιτιστικές και δημιουργικές βιομηχανίες με ακόμη μεγαλύτερη ένταση, προς όφελος των δύο μεγαλύτερων αστικών κέντρων (Αθήνα και Θεσσαλονίκη) και εις βάρος της υπόλοιπης περιφέρειας.
Διεθνές εμπόριο πολιτιστικών αγαθών και πολιτιστική κατανάλωση: Η Ελλάδα είναι καθαρός εισαγωγέας πολιτιστικών αγαθών, καθώς εισάγει αγαθά αξίας 181 εκατ. ευρώ (κυρίως κινηματογραφικά φιλμ, βιντεοπαιχνίδια και κονσόλες παιχνιδιών) και εξάγει αγαθά αξίας 110 εκατ. ευρώ (κυρίως βιβλία, πλεκτά, υφάσματα, κεντήματα και ηχογραφημένα μέσα) για το 2014, αν και οι εισαγωγές μειώθηκαν κατά 51,2%, ενώ οι εξαγωγές κατά 38% την περίοδο 2008-2014. Η Ελλάδα κατατάσσεται 10η (στην ΕΕ-28) στις εξαγωγές εντός της ΕΕ και 16η στις εξαγωγές σε χώρες εκτός της ΕΕ.
Όσον αφορά τη πολιτιστική κατανάλωση, όπως αυτή εκφράζεται μέσω επισκέψεων στον κινηματογράφο, στο θέατρο και σε συναυλίες, καθώς και σε πολιτιστικούς χώρους, τα στοιχεία της Eurostat καταδεικνύουν ότι το 2011 μεγάλα ποσοστά των ερωτώμενων, τόσο στην Ελλάδα όσο και στην ΕΕ, έχουν μηδενική συμμετοχή σε πολιτιστικά δρώμενα, στον βαθμό τουλάχιστον που αυτή εκφράζεται μέσω της επίσκεψης στους συγκεκριμένους χώρους. Χαμηλό είναι επίσης και το ποσοστό όσων στην Ελλάδα διαβάζουν καθημερινά εφημερίδα (23%) έναντι του αντίστοιχου ευρωπαϊκού ποσοστού (56%), ενώ η μέση καταναλωτική δαπάνη ανά νοικοκυριό στην Ελλάδα για συγκεκριμένα πολιτιστικά αγαθά (αγορά εφημερίδων και περιοδικών, βιβλίων, εισιτηρίων για κινηματογράφο,θέατρα και συναυλίες, χαρτικών και εξοπλισμού για την αναπαραγωγή και οπτικοακουστικών μέσων) είναι υψηλότερη από την αντίστοιχη στην ΕΕ. Πάντως όσο πιο ψηλό είναι το μορφωτικό επίπεδο του κοινού, τόσο συχνότερη είναι η επίσκεψη σε πολιτιστικούς χώρους, κινηματογράφους και θέατρα-συναυλίες, ενώ είναι υψηλότερη και η συχνότητα ανάγνωσης βιβλίων και εφημερίδων.
Σημειώνεται ότι η μεθοδολογία εκπόνησης της μελέτης στηρίχθηκε σε ποσοτικές μεθόδους ανάλυσης στατιστικών δεδομένων, τα οποία αντλήθηκαν από διάφορες πηγές, όπως η Ευρωπαϊκή Στατιστική Υπηρεσία (Eurostat, Στοιχεία από τη βάση δεδομένων Structural Business Statistics και Labour Force Survey), την Ελληνική Στατιστική Αρχή (Στοιχεία ΑΕΠ, Απασχόλησης, Μητρώο Επιχειρήσεων, Πίνακες Εισροών-Εκροών, Στατιστικές Πολιτισμού) και το Υπουργείο Πολιτισμού και Αθλητισμού, αλλά και στατιστικά στοιχεία από ένα πλήθος κρατικών και ιδιωτικών φορέων και συνδικαλιστικών οργανώσεων.
|